Στη δεκαετία του ΄60 ο Γεώργιος ο Α' Παπανδρέου, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη λήψη εκ μέρους του ως πρωθυπουργού αστυνομικών μέτρων για την καταστολή αντιαμερικανικών διαδηλώσεων της εποχής είχε πει: «Αντιμετωπίζω εξ αρχής ένα δίλλημα. Αν θα πρέπει να σταματήσω τις εκδηλώσεις με αστυνομικά μέτρα ή να τις αφήσω να πάρουν το δρόμο τους, με την προσδοκία ότι η κοινή γνώμη θα κουραστεί τελικά και θα αηδιάσει από τις υπερβολές». (Αλέξης Παπαχελάς, Ο Βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας, Εστία 1997).
Τα λόγια αυτά, που διασώθηκαν σε αναφορά της αμερικανικής πρεσβείας προς το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 5 Μαρτίου 1964, φανερώνουν έναν κυνισμό, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αρχικά συλλαμβάνει κανείς. Κι αυτό επειδή, πέρα από ό,τι η επίσημη εξουσία μετακυλά έτσι τις ευθύνες της για την εύρυθμη λειτουργία της καθημερινής ζωής στις πλάτες των εργαζομένων, δεν φαίνεται να υπολογίζει και πολύ το τεράστιο κόστος από τις ζημίες, τις καταστροφές, τις αναστολές δραστηριοτήτων και την αναστάτωση στη ζωή της κοινωνίας και της οικονομίας όπως και στην ψυχική διάθεση του πολίτη. Με άλλα λόγια την πίεση που επιδιώκουν να προκαλέσουν στην κυβέρνηση οι διαμαρτυρόμενοι προκειμένου να λύσουν κάποιο τους πρόβλημα, η επίσημη εξουσία τα φέρνει έτσι ώστε να την υφίστανται οι διπλανοί τους, που αύριο θα κάνουν τη δική τους πορεία διαμαρτυρόμενοι επίσης για κάποιο δικό τους αίτημα, η πίεση της οποίας θα καταλήξει στις πλάτες εκείνων που διαμαρτύρονται σήμερα. Και, τελικά, το αυτί της κυβέρνησης, δεν ιδρώνει καν όσο κι αν φωνάζουν είτε οι μεν, είτε οι δε, απλώς παραμένει απαθής και περιμένει αυτούς που την εξέλεξαν για να τους προστατεύει «να αηδιάσουν από τις υπερβολές».
Το πιο «ωραίο» απ’ όλα είναι που όλο αυτό το «διαίρει και βασίλευε» το ονομάζουν κάποιοι πολιτική έκφραση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Και το πιο άσχημο πως μια μεγάλη μερίδα του λαού, κάτι τέτοιο το αποδέχεται και το πιστεύει.
Η πρακτική αυτή του «Γέρου της Δημοκρατίας» εφάρμοστηκε από όλους τους επιγόνους κι απογόνους του ίδιου και της παράταξής του. Στο διάστημα της πολυετούς εφαρμογής της χάθηκαν αμέτρητες ώρες εργασίας, ταλαιπωρήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, καταστράφηκαν εκατοντάδες αυτοκίνητα, έπεσαν έξω πάμπολλα καταστήματα, διαλύθηκαν ένα σωρό τζαμαρίες τραπεζών και μαγαζιών. Στο όνομα κάποιων ιδεολογικών νεφελωμάτων περί δικαιωμάτων των εργαζομένων, φαλκιδεύτηκε μια θεμελιώδης αρχή της Δημοκρατίας, το να έχει το δικαίωμα ο καθένας μας να βλέπει το δικαίωμα του άλλου να σταματά εκεί που αρχίζει το δικό του. Αντιθέτως ο έλληνας πολίτης σύρθηκε σε ένα χορό εναλλαγής ρόλων. Πότε έπαιζε το ρόλο του θύματος και πότε του θύτη. Πότε έκανε τις πορείες του σε βάρος των άλλων, πότε υφίστατο το βάρος της πορείας άλλων.
Κι όπως ήταν φυσικό αποτέλεσμα υπέρ των εργαζομένων δεν υπήρχε. Οι κυβερνήσεις αυτές κατάφερναν κανένα από τα προβλήματα να μην λύνεται -με εξαίρεση ίσως ότι κάποιοι συνδικαλιστές που ηγούνταν αυτών των διαμαρτυριών να λύνουν το πρόβλημα της ζωής τους- κανένα από τα αιτήματα να μην ικανοποιείται και να περνάνε νόμοι που καμμιά «συντηρητική» κυβέρνηση δεν πέρασε. Πιο πολύ όμως να χαθεί σιγά-σιγά ένα μεγάλο ποσοστό της πιο αυθεντικής μορφής αυτοσεβασμού, του αυτοσεβασμού εξ αντανακλάσεως, που είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας και της περιουσίας του διπλανού.
΄Ετσι σήμερα, όλη αυτή η κακοδαιμονία έχει γίνει πρακτική. Και κάθε προσπάθεια προστασίας του δικαιώματός μας να ζούμε, να κινούμαστε και να δουλεύουμε ελεύθεροι, παράλληλα εκείνου να διαμαρτυρόμαστε και να αγωνιζόμαστε για ό,τι πιστεύουμε πως μας οφείλεται, θεωρείται αντιδημοκρατική κι αυταρχική. Κι αυτή η νοοτροπία αποτελεί πανευρωπαική αποκλειστικότητα, χωρίς, φυσικά, να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η χώρα μας είναι η πιο δημοκρατική χώρα της Ευρώπης.
Η αναφορά σε ένα τέτοιο θέμα δεν θα είχε θέση σε αυτήν τη στήλη αν δεν επρόκειτο για θέμα Πολιτισμού. Επειδή η Εκπαίδευση, η Παιδεία, η Τέχνη, τα Γράμματα δεν έχουν καμμία αξία για μια κοινωνία αν δεν κατευθύνονται προς την όξυνση της κριτικής ικανότητας των μελών της. Αν δεν τα κάνουν ικανά να επιλέγουν το ωραίο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος, το ποιοτικό από το ευτελές, το μεγαλειώδες από το ασήμαντο, το διαχρονικό από το επικαιρικό. Δηλαδή αν δεν τα κάνουν να επιλέγουν ό,τι προάγει το άτομο και, κατά συνέπεια, την κοινωνία.
Εντούτοις τα τελευταία χρόνια οι έλληνες έχουν ξεμάθει να επιλέγουν μόνοι τους τα υλικά από τα οποία παρασκευάζουν την πνευματική και την κοινωνική τροφή τους. Συντηρούνται από πνευματικές και κοινωνικές κονσέρβες, τις οποίες διαλέγουν άλλοι για λογαριασμό τους πριν από αυτούς για αυτούς. Αυτό είναι «in», άρα ακολούθησέ το και δεν χρειάζεται καν να γνωρίσεις τις υπόλοιπες εκδοχές. Το «life style» έχει ξεχωρίσει τι είναι «must» για κάθε περίπτωση και αυτό πρέπει να ακολουθεί ο καθένας μας, αλλιώς «είναι για τα μπάζα». Όταν καταλάβουν το λάθος της «trendy» αυτής επιλογής είναι πολύ αργά. Η ηλικία των επιλογών έχει περάσει και μαζί της η διάθεση για αυτές. Άλλη μια γενιά έχει πάει στο περιθώριο χωρίς να μάθει να κρίνει και να κριτικάρει. Χωρίς, με άλλα λόγια, την ικανότητα του «εκλέγειν».
Το ίδιο κονσερβοποιημένο έχει δοθεί σε μεγάλη μερίδα των ελλήνων πολιτών το τι πρέπει να θεωρεί «προοδευτικό» και τι «συντηρητικό». Απολιθωμένες απόψεις που επικρατούσαν πριν σαράντα χρόνια έρχονται να χαρακτηρίσουν την σημερινή πραγματικότητα, παραβλέποντας τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές εξελίξεις αυτού του χρονικού διαστήματος, στο οποίο συνέπεσε η ταχύτητα των μεταβολών να είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Έτσι η παθητικότητα και η σχηματοποιημένη «διαμαρτυρία» με μια απεργία πχ. ή με μια πορεία στο Σύνταγμα, έρχεται να υποκαταστήσει, ατελώς φυσικά, τη δίαθεση για αμφισβήτηση την οποία ο δημοκρατικός πολίτης πρέπει να έχει στην καθημερινή ζωή του. Κι αυτό είναι το χειρότερο πρόσωπο του αυταρχισμού και του συντηρητισμού.
Μόνο που όσοι έχουν λόγους να συντηρούν αυτό το κοινωνικό κλίμα αγνοούν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Που «κουράζεται κι αηδιάζει» επίσης κι από τη υποκρισία και τη δολιότητα κάποιων ταγών της.
Τα λόγια αυτά, που διασώθηκαν σε αναφορά της αμερικανικής πρεσβείας προς το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 5 Μαρτίου 1964, φανερώνουν έναν κυνισμό, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αρχικά συλλαμβάνει κανείς. Κι αυτό επειδή, πέρα από ό,τι η επίσημη εξουσία μετακυλά έτσι τις ευθύνες της για την εύρυθμη λειτουργία της καθημερινής ζωής στις πλάτες των εργαζομένων, δεν φαίνεται να υπολογίζει και πολύ το τεράστιο κόστος από τις ζημίες, τις καταστροφές, τις αναστολές δραστηριοτήτων και την αναστάτωση στη ζωή της κοινωνίας και της οικονομίας όπως και στην ψυχική διάθεση του πολίτη. Με άλλα λόγια την πίεση που επιδιώκουν να προκαλέσουν στην κυβέρνηση οι διαμαρτυρόμενοι προκειμένου να λύσουν κάποιο τους πρόβλημα, η επίσημη εξουσία τα φέρνει έτσι ώστε να την υφίστανται οι διπλανοί τους, που αύριο θα κάνουν τη δική τους πορεία διαμαρτυρόμενοι επίσης για κάποιο δικό τους αίτημα, η πίεση της οποίας θα καταλήξει στις πλάτες εκείνων που διαμαρτύρονται σήμερα. Και, τελικά, το αυτί της κυβέρνησης, δεν ιδρώνει καν όσο κι αν φωνάζουν είτε οι μεν, είτε οι δε, απλώς παραμένει απαθής και περιμένει αυτούς που την εξέλεξαν για να τους προστατεύει «να αηδιάσουν από τις υπερβολές».
Το πιο «ωραίο» απ’ όλα είναι που όλο αυτό το «διαίρει και βασίλευε» το ονομάζουν κάποιοι πολιτική έκφραση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Και το πιο άσχημο πως μια μεγάλη μερίδα του λαού, κάτι τέτοιο το αποδέχεται και το πιστεύει.
Η πρακτική αυτή του «Γέρου της Δημοκρατίας» εφάρμοστηκε από όλους τους επιγόνους κι απογόνους του ίδιου και της παράταξής του. Στο διάστημα της πολυετούς εφαρμογής της χάθηκαν αμέτρητες ώρες εργασίας, ταλαιπωρήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, καταστράφηκαν εκατοντάδες αυτοκίνητα, έπεσαν έξω πάμπολλα καταστήματα, διαλύθηκαν ένα σωρό τζαμαρίες τραπεζών και μαγαζιών. Στο όνομα κάποιων ιδεολογικών νεφελωμάτων περί δικαιωμάτων των εργαζομένων, φαλκιδεύτηκε μια θεμελιώδης αρχή της Δημοκρατίας, το να έχει το δικαίωμα ο καθένας μας να βλέπει το δικαίωμα του άλλου να σταματά εκεί που αρχίζει το δικό του. Αντιθέτως ο έλληνας πολίτης σύρθηκε σε ένα χορό εναλλαγής ρόλων. Πότε έπαιζε το ρόλο του θύματος και πότε του θύτη. Πότε έκανε τις πορείες του σε βάρος των άλλων, πότε υφίστατο το βάρος της πορείας άλλων.
Κι όπως ήταν φυσικό αποτέλεσμα υπέρ των εργαζομένων δεν υπήρχε. Οι κυβερνήσεις αυτές κατάφερναν κανένα από τα προβλήματα να μην λύνεται -με εξαίρεση ίσως ότι κάποιοι συνδικαλιστές που ηγούνταν αυτών των διαμαρτυριών να λύνουν το πρόβλημα της ζωής τους- κανένα από τα αιτήματα να μην ικανοποιείται και να περνάνε νόμοι που καμμιά «συντηρητική» κυβέρνηση δεν πέρασε. Πιο πολύ όμως να χαθεί σιγά-σιγά ένα μεγάλο ποσοστό της πιο αυθεντικής μορφής αυτοσεβασμού, του αυτοσεβασμού εξ αντανακλάσεως, που είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας και της περιουσίας του διπλανού.
΄Ετσι σήμερα, όλη αυτή η κακοδαιμονία έχει γίνει πρακτική. Και κάθε προσπάθεια προστασίας του δικαιώματός μας να ζούμε, να κινούμαστε και να δουλεύουμε ελεύθεροι, παράλληλα εκείνου να διαμαρτυρόμαστε και να αγωνιζόμαστε για ό,τι πιστεύουμε πως μας οφείλεται, θεωρείται αντιδημοκρατική κι αυταρχική. Κι αυτή η νοοτροπία αποτελεί πανευρωπαική αποκλειστικότητα, χωρίς, φυσικά, να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η χώρα μας είναι η πιο δημοκρατική χώρα της Ευρώπης.
Η αναφορά σε ένα τέτοιο θέμα δεν θα είχε θέση σε αυτήν τη στήλη αν δεν επρόκειτο για θέμα Πολιτισμού. Επειδή η Εκπαίδευση, η Παιδεία, η Τέχνη, τα Γράμματα δεν έχουν καμμία αξία για μια κοινωνία αν δεν κατευθύνονται προς την όξυνση της κριτικής ικανότητας των μελών της. Αν δεν τα κάνουν ικανά να επιλέγουν το ωραίο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος, το ποιοτικό από το ευτελές, το μεγαλειώδες από το ασήμαντο, το διαχρονικό από το επικαιρικό. Δηλαδή αν δεν τα κάνουν να επιλέγουν ό,τι προάγει το άτομο και, κατά συνέπεια, την κοινωνία.
Εντούτοις τα τελευταία χρόνια οι έλληνες έχουν ξεμάθει να επιλέγουν μόνοι τους τα υλικά από τα οποία παρασκευάζουν την πνευματική και την κοινωνική τροφή τους. Συντηρούνται από πνευματικές και κοινωνικές κονσέρβες, τις οποίες διαλέγουν άλλοι για λογαριασμό τους πριν από αυτούς για αυτούς. Αυτό είναι «in», άρα ακολούθησέ το και δεν χρειάζεται καν να γνωρίσεις τις υπόλοιπες εκδοχές. Το «life style» έχει ξεχωρίσει τι είναι «must» για κάθε περίπτωση και αυτό πρέπει να ακολουθεί ο καθένας μας, αλλιώς «είναι για τα μπάζα». Όταν καταλάβουν το λάθος της «trendy» αυτής επιλογής είναι πολύ αργά. Η ηλικία των επιλογών έχει περάσει και μαζί της η διάθεση για αυτές. Άλλη μια γενιά έχει πάει στο περιθώριο χωρίς να μάθει να κρίνει και να κριτικάρει. Χωρίς, με άλλα λόγια, την ικανότητα του «εκλέγειν».
Το ίδιο κονσερβοποιημένο έχει δοθεί σε μεγάλη μερίδα των ελλήνων πολιτών το τι πρέπει να θεωρεί «προοδευτικό» και τι «συντηρητικό». Απολιθωμένες απόψεις που επικρατούσαν πριν σαράντα χρόνια έρχονται να χαρακτηρίσουν την σημερινή πραγματικότητα, παραβλέποντας τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές εξελίξεις αυτού του χρονικού διαστήματος, στο οποίο συνέπεσε η ταχύτητα των μεταβολών να είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Έτσι η παθητικότητα και η σχηματοποιημένη «διαμαρτυρία» με μια απεργία πχ. ή με μια πορεία στο Σύνταγμα, έρχεται να υποκαταστήσει, ατελώς φυσικά, τη δίαθεση για αμφισβήτηση την οποία ο δημοκρατικός πολίτης πρέπει να έχει στην καθημερινή ζωή του. Κι αυτό είναι το χειρότερο πρόσωπο του αυταρχισμού και του συντηρητισμού.
Μόνο που όσοι έχουν λόγους να συντηρούν αυτό το κοινωνικό κλίμα αγνοούν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Που «κουράζεται κι αηδιάζει» επίσης κι από τη υποκρισία και τη δολιότητα κάποιων ταγών της.
No comments:
Post a Comment