Sunday, June 10, 2007

Ο Ροίδης σαν Ψαθάς κι ο Παπαδιαμάντης σαν Καρκαβίτσας


Εντυπωσιάζει όλη αυτή η συζήτηση σχετικά με το αν είναι εφικτή ή όχι η μετάφραση του Ροίδη και του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο επειδή μέσα στο γενικότερο αλαλούμ της σημερινής ελληνικής πολιτισμικής πραγματικότητας μοιάζει λιγάκι με το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέττας, αλλά και γιατί κατά μεγάλο ποσοστό γίνεται χωρίς πριν να τοποθετηθούν τα πράγματα με τη σειρά και με το νόημα που τα έχει βάλει η ιστορία.
Ειδικότερα:
Ξεκινάει η συζήτηση με την Καθαρεύουσα σε μειονεκτική θέση. Τη λέμε φτιαχτή γλώσσα και παραβλέπουμε ότι και η Δημοτική φτιαχτή είναι. Με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το γλωσσικό ζήτημα ήταν έτσι όπως το περιγράφει ο Βυζάντιος στη «Βαβυλωνία». Δεν υπήρχει επίσημη ελληνική γλώσσα, παρά πλήθος διαλέκτων με πολύ λίγα τα μεταξύ τους κοινά.
΄Ετσι ο Κοραής, ο Σολωμός και οι περί αυτών ξεκίνησαν μια προσπάθεια να καλύψουν το κενό. Με αγνά κίνητρα και σοβαρά επιχειρήματα και οι δύο δημιούργησαν τη Δημοτική και την Καθαρεύουσα. Η πρώτη καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα κι έτσι άρχισε η διαμάχη, η οποία όμως αποτελεί συγχρόνως και την απόδειξη πως και οι δύο απόψεις είχαν τα υπέρ και τα κατά τους. Διαφορετικά η αναμφισβήτητη γλώσσα του λαού θα καταλάμβανε το θρόνο της και κανείς δεν θα μπορούσε να την κουνήσει.
Η αλήθεια είναι ότι ο λαός εξακολουθούσε να μιλά τις διαλέκτους που ήξερε πάππου προς πάππου. Θυμάμαι τον Κώστα Γεωργουσόπουλο να διηγείται το τι αντιμετώπισε όταν στην δεκαετία του ΄60 τοποθετήθηκε ως καθηγητής φιλόλογος στην διπλανή της Αθήνας Αργολίδα. Δεν μπορούσε να συννενοηθεί με τους μαθητές του, επειδή μιλούσαν την αρβανίτικη διάλεκτο. Η Δικτατορία του 1967 προσπάθησε, ίσως με τον τρόπο του «αποφασίσαμεν και διατάσσομεν» να εξαλείψει τις κατά τόπους διαλέκτους, πράγμα που σε έναν βαθμό το κατάφερε, διαφορετικά οι ντόπιοι ακόμη αυτές θα μιλούσαν.
Από την άλλη επί εκατόν πενήντα χρόνια η καθερεύουσα γραφόταν και μιλιόταν χωρίς πρόβλημα. Όσοι έχουμε τελειώσει τη Μέση Εκπαίδευση πριν το 1975 θα θυμόμαστε την άνεση με την οποία γράφαμε τους διαγωνισμούς μας και λέγαμε τα μαθήματά μας στο σχολείο στην Καθαρεύουσα. Κι ήταν φυσικό, όταν οι εφημερίδες και τα περιοδικά, οι ειδήσεις στο ραδιόφωνο και μετά στην τηλεόραση, αλλά και οι γονείς μας στο σπίτι, λίγο ή πολύ, χρησιμοποιούσαν την Καθαρεύουσα.
Βέβαια η πρωτοκαθεδρία της είχε αρχίσει να αμφισβητείται, αλλά αυτό ήταν φυσικό μετά τόσα χρόνια. Το ότι πολλοί άνθρωποι του λαού δεν μπορούσαν πλήρως να την καταλάβουν οφειλόταν στο μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού και ότι δεν είχαν πάει σχολείο να την διδαχθούν, ούτε είχαν στη διάθεσή τους τηλεοράσεις και ΜΜΕ για να εξασκηθούν στη χρήση της.
Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που γίνεται σήμερα , που τα σχολεία και τα ΜΜΕ εξασκούν τους αποφοίτους λυκείων και πανεπιστημίων στην λεξιπενία και τον αφελληνισμό της Δημοτικής. Παλιότερα οι πάντες ήξεραν μέχρι και τις περίφημες πλέον λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση». Ακόμα και σήμερα ο οποιοσδήποτε χωρικός στην πατρίδα μου την Ζάκυνθο, που μένει σε σπίτι που έκτισε αμέσως μετά τους σεισμούς του 1953, θα σου πει πως μένει σε «σπίτι της αρωγής», εννοώντας πως το έκτισε με το χρηματικό βοήθημα που έδωσε η τότε κυβέρνηση στους ζακυνθινούς σεισμόπληκτους.
Δεδομένου ότι η Καθαρεύουσα κυριάρχησε πρώτη φορτώθηκε, ως γλώσσα της Εξουσίας, του Κράτους και της Διοίκησης με όλην την κακοδαιμονία της νεότερης ελληνικής ιστορίας πράγμα που επιτάγχυνε την απαξίωσή της. Βλέπουμε όμως ότι και με την Δημοτική πλέον ως επίσημη γλώσσα η ίδια κακοδαιμονία κυριαρχεί στον δημόσιο βίο. Ο όποιος αυταρχισμός και η ενδεχόμενη διαφθορά της Εξουσίας δεν θα κολλήσει στη γλώσσα άμα θέλει να εκφρασθεί.
Παράλληλα, όπως ήταν φυσικό, την Καθαρεύουσα την καλλιέργησαν σπουδαίες προσωπικότητες, και την έκαναν να ανθίσει απαράμιλλα κείμενα. Δύο από αυτές είναι ο Ροίδης και ο Παπαδιαμάντης. Ας σημειωθεί ότι και οι δύο έγραψαν στην Καθερεύουσα από επιλογή.
Ασφαλώς και μπορούσαν να γράψουν στην Δημοτική, η οποία πάντα ήταν παρούσα. Ο Παπαδιαμάντης μάλιστα έγραψε τα ποιήματά του στη Δημοτική. Δεν υπάρχει δηλαδή αναλογία με τους Αρχαίους ή τους Βυζαντινούς συγγραφείς, που δεν είχαν άλλη επιλογή. Η Καθαρεύουσα αποτελεί επιλεγμένο συστατικό της γραφής τους και είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψιν. Στην ουσία αξιοποίησαν εκφραστικώς την Καθαρεύουσα όπως άλλοι συγχρονοί τους αξιοποίησαν ως εκφραστικό στοιχείο τη Δημοτική.
Ο Ροίδης ως «μάσκα», όπως επισήμανε σε άρθρο του στα «Νέα» ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και ο Παπαδιαμάντης ως απαραίτητο στοιχείο του κλίματος ήθελε να δώσει. Και δεν είναι οι μόνοι ασφαλώς. Εν πάση περιπτώσει η Καθαρεύουσα άφησε ένα τεράστιο σε πλήθος και ποιότητα αριθμό κειμένων, τα οποία καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε.
Δεν νομίζω πως ο σκοπός που αγιάζει τις μεταγλωτίσσεις των κλασικών κειμένων της Καθαρεύουσας είναι το να μπορέσει η νέα γενιά να κατακτήσει τον πλούτο τους. Όπως δεν μπορώ να διανοηθώ πως ένας νέος αγγλος που θέλει να διαβάσει Σέξπηρ θα ψάξει να βρει σεξπηρικά κείμενα μεταφρασμένα στα σύγχρονα αγγλικά –αν υπάρχουν τέτοιες μεταφράσεις- αντί ένα καλό λεξικό της αγγλικής γλώσσας της σεξπηρικής εποχής.
Η καθαρεύουσα δεν απέχει δα και τόσο πολύ από τα σήμερα καθομιλούμενα ελληνικά. Τη μάνα ή τον πατέρα τους να ρωτήσουν αυτά τα παιδιά για κάποια καθαρευουσιάνικη λέξη, θα πάρουν απάντηση, αφού όλοι οι γονείς έχουν τελειώσει καθαρεουσιάνικο γυμνάσιο. Όπως, τέλος, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι γενιές παιδιών που μαθαίνουν τις ξένες γλώσσες τρεις- τρεις ή που καθημερινά σερφάρουν με τις ώρες σε άπταιστα αγγλικά στο Διαδύκτιο, θα έχουν πρόβλημα να ανοίξουν ένα λεξικό να μάθουν κάποιες ελληνικές λέξεις, αν όντως θέλουν να διαβάσουν Παπαδιαμάντη ή Ροίδη.
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν θέλουν. Και γιατί να θέλουν; Τι τους νοιάζει τι έκανε η Φραγκογιαννού ή ποια ήταν η ψυχολογία του συριανού συζύγου τον 19ο αιώνα; Η ελληνική κοινωνία αυτής της μορφής παρήλθε ανεπιστρεπτί. Το τέλος της το είδαν οι γονείς τους. Η δική τους γιαγιά ουδέποτε υπήρξε σταχομαζώχτρα, ούτε περνάει καν από το μυαλό τους πως η Σύρος ήταν κάποτε απείρως πιο «trendy» από τη διπλανή της Μύκονο. Ας όψονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων του, που μπορεί να τους μαθαίνουν τα πάντα περί Αντρέ Ζιντ και περί Μπουκόφσκυ, αλλά τον Παπαδιαμάντη και το Ροίδη τους περνούν ως γραφικούς ηθογράφους και τίποτα δεν τους δίνουν να καταλάβουν από το ήθος της αφήγησης του πρώτου ή τον πόνο της σάτιρας του δεύτερου, ούτε κάτι από τη διαχρονικότητά των έργων τους, ούτε το πόσο συνδέονται με τη σημερινή τους ελληνική καθημερινότητα.
Είναι συνεπώς οι "μεταφραστές" της Καθερεύουσας, ο Δημήτρης Καλοκύρης και ο Γιώργος Αριστηνός ανειλικρινείς στις προθέσεις τους; Το αντίθετο. Έχουν το ίδιο αγνά κίνητρα και το ίδιο σοβαρά επιχειρήματα με τον Κοραή και το Σολωμό. Αν μη τι άλλο ξεκινούν από την ίδια βάση με εκείνους. Την ύπαρξη ενός κενού. Όχι πλέον γλωσσικού, αλλά πολιτισμικού. Το οποίο είχε ως αποτέλεσμα η γενιά τους να μην βγάλει συγγραφείς διαμετρήματος ανάλογου εκείνου του Ροίδη και του Παπαδιαμάντη, όπως η προηγούμενη γεννιά έβγαλε, λόγου χάρη, τον Καζαντζάκη, τον Τσίρκα, τον Λουντέμη ή τον Χατζή.
Ούτε συγγραφείς καινοτόμους.
Μα ούτε αναγνωστικό κοινό που να εκτιμά τους συγγραφείς όσο τους αξίζει.
Με την ευαισθησία, αλλά και την πρακτική παιδιού λοιπόν, προσπαθούν να προσαρμόσουν τους μεγάλους, που δεν είναι και τόσο κοντινοί, άρα πιο εύκολο να τολμήσει τους αγγίξει κανείς, στα μέτρα της εποχής τους. Κάνουν μια πρόταση, που άλλους βρίσκουν σύμφωνους κι άλλους όχι. Από τους δεύτερους εισπράτουν κατακραυγή που δεν τους πρέπει.
Αν κάτι έμαθε η γενιά μας από τα μεταπολιτευτικά περάσματά της από τον μαρξισμό και τους δήθεν εκφραστές του είναι πως τις ανάγκες τις δημιουργεί η ίδια η κοινωνία, η οποία προσαρμόζεται έτσι ώστε να καλυφθούν. Το μέλλον θα δείξει αν οι νεώτερες γενιές θα θελήσουν μεταφρασμένους ή αμετάφραστους τους κλασικούς έλληνες καθαρευουσιάνους συγγραφείς.
Και τότε θα προκύψει ενδεχομένως άλλο θέμα: Ποια γενιά, πώς και από ποιους θα δώσει τις μεταφράσεις της εποχής.
Επειδή ένα είναι το σίγουρο: Το κυρίως έργο είναι διαχρονικό, ενώ οι μεταφράσεις είδος εποχιακό.
Δείτε αν π.χ. οι τόσο επιτυχείς στην εποχή τους μεταφράσεις του Ρώτα στον Σέξπηρ ή των Καζαντζάκη- Κακριδή στα Ομηρικά Έπη μπορούν σήμερα να σταθούν.
Ο διαχρονικός όμως κανόνας στη μετάφραση θέλει μεταφραστές αντάξιους των συγγραφέων που μεταφράζουν. Οι καλοί φιλόλογοι ή οι απολύτως επαρκείς γνώστες της γλώσσας δεν αρκούν. Χρειάζεται ταλέντο ανάλογο εκείνου του συγγραφέα, επειδή ο μεταφραστής είναι πρωτίστως δημιουργός ή αν θέλετε αναδημιουργός.
Το να δίνει λοιπόν κανείς τον Ροίδη σαν Ψαθά και τον Παπαδιαμάντη σαν Καρκαβίτσα δεν λύνει το πρόβλημα. Αντιθέτως, ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως το κάνουμε για να μπορεί να διαβάσει η νεολαία, πετυχαίνουμε το αντίθετο αποτέλεσμα. Την κάνουμε να νομίζει πως από τα μεταφρασμένα έργα κατέχει Ροίδη και Παπαδιαμάντη, ενώ έχει χάσει την ουσία τους και κατ’ επέκτασιν το ενδιαφέρον της για αυτούς χωρίς καν να τους έχει αγγίξει. Επιπλέον, η γενιά μας πέρα από μεγάλους συγγραφείς δεν φαίνεται να έχει βγάλει ούτε μεγάλους μεταφραστές.
Ας αφήσουμε το χρόνο, συνεπώς, να κάνει τη δουλειά του και ας τον βοηθήσουμε σε αυτό, εγκαταλείποντας τους στρουθοκαμηλισμούς των αχρείαστων διηλήσεων του κώνωπα και προσπαθώντας να αλλάξουμε ό,τι ο καθένας μπορεί από αυτό το πολιτισμικό τέλμα που ταλανίζει κάθε ευαίσθητο έλληνα.
Διαφορετικά μετά από μερικά χρόνια, δεν θα συζητάμε για το αν μας αρέσει περισσότερο ο μεταφρασμένος Παπαδιαμάντης ή ο μεταφρασμένος Ροίδης, όπως κάνουμε τώρα, αλλά όντως θα χρειασθεί να μεταφράσουμε ακόμα και τον πρόμαχο της Δημοτικής Διονύσιο Σολωμό.
Στα αγγλικά εννοείται όλους, αφού αυτή θα είναι η μόνη γλώσσα που θα καταδέχονται να κατανοήσουν τα βλαστάρια τα δικά μας, αλλά και του πολιτισμικού πλαίσιου μέσα στο οποίο, όχι μόνο ως παθητικοί παρατηρητές ανεχθήκαμε να ανατραφούν, αλλά και που εν πολλοίς υπηρετήσαμε. Για τον επιούσιο εννοείται, μόνο που κι η έννοια της ουσίας της ζωής μοιάζει με τη μετάφραση, είναι κι αυτή είδος εποχιακό.