Wednesday, November 21, 2007

Η γλώσσα αποτυγχάνουσα αλήθειες δείχνει


Φωτογραφία του bloger ale, ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://www.lifo.gr/blogs/u1299/5502.html#blogtop






Αποτελεί κοινοτοπία το ότι δεν υπάρχει πιο ζωνταντό πράγμα σε έναν πολιτισμό από την γλώσσα του. Όμως οι λέξεις που χρησιμοποιεί ένας λαός σε μια φάση της ιστορικής του πορείας, αποτελεί και τον αψευδέστερο μάρτυρα του επιπέδου των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτής της κοινωνίας στην δεδομένη ιστορική περίοδο. Το βαρόμετρο για το το επίπεδο της κοινωνικής ηθικής, της ανθρωποκεντρικότητας ή των άλλου είδους προτεραιοτήτων, της αισθητικής, του βάθους και του εύρους της σκέψης των ανθρώπων της.
Είναι εύκολο να πάρει κανείς ένα δείγμα του τρέχοντος ελληνικού λόγου του σήμερα, αρκεί να κάνει ένα ζάπινγκ (λέξη που κι αυτή προσδιορίζει πολλά από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα) στα κανάλια. Εκεί δηλαδή που ο λόγος είναι προφορικός, χωρίς την παρέμβαση των επιμελητών και διορθωτών της έντυπης δημοσιογραφίας.
Ας πάρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Πριν μια ακριβώς εβδομάδα ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας νεαρός στη Συγγρού με πολύ μεγάλη ταχύτητα, βγήκε από το δρόμο και έπεσε πάνω σε ένα στέγαστρο στάσης λεοφωρείων. Το αποτέλεσμα ήταν να βρουν το θάνατο δύο εικοσάχρονα κορίτσια κι ένα πενηνταπεντάχρονος άνδρας. Όπως ήταν φυσικό το περιστατικό ήταν ένα από τα κύρια θέματα όλων των καναλιών τη Δευτέρα το πρωί. Ας δούμε λοιπόν πώς αντιμετωπίστηκε από τις πρωινές εκπομπές, όχι τα ‘πρωινάδικα’, για τις δημοσιογραφικές εκπομπές λέμε:
• Διοικητής νοσοκομείου αναγγέλει σε απευθείας σύνδεση το θάνατο και του δεύτερου από τα δύο κορίτσια. Ο δημοσιογράφος παρουσιαστής ζητά λεπτομέρειες για το πόσο σοβαρά είχε τραυματιστεί ώστε να μην μπορέσει να επιβιώσει παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Ο Διοικητής εξηγεί. Κι ο παρουσιαστής συντετριμμένος αναφωνεί: «Τόσο πολύ το στραπατσάρησε το κορίτσι ο ασυνείδητος ο οδηγός ε;»
• Ρεπόρτερ έχει πάει στον τόπο του συμβάντος. Δίπλα του δύο στελέχη της Τροχαίας, ένας υψηλόβαθμος και μια γυναίκα αστυνόμος. Η δεύτερη περιγράφει το συμβάν: «Το αυτοκίνητο έσκασε εκεί και εν συνεχεία ήλθε κι έσκασε εδώ». Ο πρώτος πληροφορεί τι έγινε με τον οδηγό: «Ασκήθηκαν οι κατηγορίες από τον Εισαγγελέα».
• Προηγουμένως ο παρουσιαστής είχε πει στο ρεπόρτερ: «Βρίσκεσαι στο τόπο του συμβάντος και έχεις και δύο καλεσμένους». Με το «καλεσμένους» εννοούσε τους δύο αστυνομικούς. Τώρα πού τους κάλεσε, αφού στο συγκεκριμένο τουλάχιστον σημείο της Συγγρού, ούτε κατοικία του ήταν, ούτε τόπος εργασίας του, είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και το τι τους κάλεσε να γιορτάσουν. Ρεπορτάζ έκανε ο άνθρωπος και ρωτούσε τους αρμόδιους.
• Σε άλλο κανάλι ο παρουσιαστής και ο ρεπόρτερ μιλούν για το γεγονός και το αναφέρουν συνεχώς ως «ατύχημα». Πόσους δηλαδή νεκρούς ήθελαν για να το πουν δυστύχημα; Κι μόνο ένας να είναι ο νεκρός δεν μπορούμε να μιλάμε απλώς για ατύχημα.
• Στη συνέχεια το κλίμα γίνεται ξαφνικά φαιδρό και προχωρούν στο επόμενο θέμα, που ήταν τα αθλητικά ή ο κύριος τίτλος σκανδαλοθηρικής εφημερίδας.

Σημειωτέον ότι αναφερόμαστε σε μεγάλα κανάλια και σε επώνυμους δημοσιογράφους, συνεπώς δεν συντρέχουν οι συνθήκες που συνήθως διεκτραγωδούνται και φορτώνονται τα βάρος των ανομημάτων, όπως πχ. «δίνουν ένα μικρόφωνο σε κάτι παιδάκια και τα βάζουν να τρέχουν».

Κι ο ευαισθητοποιημένος τηλεθεατής αναρωτιέται τι να σημαίνει άραγε:
• Το να περιγράφεις τη σωρό μιας νέας γυναίκας, η οποία μάλιστα μόλις έχει ξεψυχήσει ως «στραπατσαρησμένη»;
• Να εκπροσωπείς το Κράτος και να περιγράφεις την θανατηφόρα πρόσκρουση ενός αυτοκινήτου, με τον τρόπο που θα το έκανε κάποιος παλιός ρεμπέτης;
• Να ηγείσαι της Τροχαίας και να δείχνεις ότι δεν ξέρεις πως οι κατηγορίες απαγγέλονται και ότι εκείνο που ασκείται είναι οι διώξεις;
• Το να προσπαθείς να συγκινήσεις ως τηλεπαρουσιαστής τους θεατές και να τους ευσθητοποιήσεις για τις συνέπειες της αντικανονικής οδήγησης και μονομιάς να αλλάζεις ύφος και να είσαι μέσα στην τρελλή χαρά; Χάθηκε λίγη προσοχή στην διαδοχή των θεμάτων; ΄Ηταν ανάγκη να φανεί ότι ο δραματικός τόνος ήταν μόνο για την τηλεθέαση;

Ανάλογη κατάσταση υπάρχει στις διάφορες εκπομπές που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο προς άγραν διαφήμισης. Όμως εδώ υπάρχουν δύο δικαιολογητικά. Το πρώτο ότι οι εκπομπές αυτές σου δείχνουν από την αρχή τι είναι κι ανάλογα με το τι θέλεις τις παρακολουθείς ή όχι. Το δεύτερο πως οι κατασπαραζόμενοι πάνε εκεί σε μεγάλο βαθμό με τη θέλησή τους; Ενώ, φαντάζεστε πώς θα αισθάνθηκαν οι γονείς ή οι συγγενείς των θυμάτων, που έπεσαν στο στόμα της τηλεόρασης από ένα τόσο δραματικό γεγονός, ενώ άκουγαν να λένε τα νεκρά παιδιά τους «στραπατσαρισμένα»; Όμως στις ειδησεογραφικές εκπομπές απαιτείς ενημέρωση με ήθος, σοβαρότητα, και σεβασμό σε ό,τι αφορά στην ανθρώπινη υπόσταση.

Το όλο ζήτημα θα μπορούσε να είχε να κάνει με εκφραστικό λάθος ή με άγνοια. Αν και δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που πραγματικά θλίβεται, συναισθάνεται και σέβεται να κάνει τέτοια λάθη. Επειδή εδώ δεν χρειάζονται γνώσεις αλλά ευαισθησία. Μια ματιά να ρίξουμε στο τι λυρικές εκφράσεις έχει επιδαψιλεύσει το δημοτικό τραγούδι στο θάνατο και στους νεκρούς μπορούμε να κταλάβουμε.
Μόνο που ό,τι τα τελευταία χρόνια θεωρείται λαικό, δεν έχει να κάνει με ό,τι θεωρεί λαικό ο ίδιος ο λαός. Αντιθέτως, έχει επιστρατευθεί από όσους θέλουν να φαίνονται λαικοί, όπως πολιτικούς, δημοσιογράφους κλπ., το ύφος κι ο λόγος του μαχαλόμαγκα και του κουτσαβακισμού, που κάθε άλλο παρά στοιχεία του λαικού πολιτισμού αποτελούν. Είναι «περιθώριο» καταδικασμένο από το λαικό λόγο, που διαθέτει πάντα λεπτότητα, σεμνότητα, ειλικρίνεις κι καλαισθησία.
Η μόνη ευαισθησία που βλέπει κανείς να εμφανίζεται στους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους, αλλά και σε εκείνους της έντυπης δημοσιογραφίας, ευαισθησία ψευδεπίγραφη, είναι ο φόβος τους να προφέρουν τη λέξη θάνατος. Έτσι ακούς κατά κόρον εκφράσεις του τύπου «έφυγε» ή «έχασε τη μάχη με τη ζωή» (sic) κλπ. Αν, αντί για αυτήν τη θανατοφοβία είχαν συνειδητοποιήσει την παντοδυναμία και το πανανθρώπινο του θανάτου, θα ήταν ασφαλώς σε θέση να σέβονται περισσότερο τον ανθρώπινο πόνο.

Friday, November 9, 2007

πολιτιστική χορηγία ή χορηγία πολιτισμού;


«Ο πολιτισμός είναι ακριβός». Μότο, που στις αγορεύσεις και στις δηλώσεις των "αρμοδίων" -ο θεός να τους κάνει- βουλευτών και των υπουργών πολιτισμού βαριόμαστε να το ακούμε.

Ακριβός για ποιόν; Για το κοινό ίσως; Ένα εισιτήριο κινηματογράφου κοστίζει όσο κι ένα ποτό σε μπαρ. Ένα βιβλίο όσο πληρώνει το άτομο σε χασαποταβέρνα. Ό,τι δαπανήσει κάποιος για μια θεατρική παράσταση θα δαπανήσει ένας άλλος για τσιγάρα δύο-τριών ημερών. Κι εν πάση περιπτώσει, όταν τα τελευταία χρόνια συνηθίσαμε να χρυσοπληρώνουμε τις μάρκες στα ρούχα και τα παπούτσια, να αλλάζουμε κινητό μια-δύο φορές το χρόνο και αυτοκίνητο μόλις αλλάξει το μοντέλο, μάλλον η μειωμένη ζήτηση πολιτιστικών αγαθών δεν οφείλεται σε οικονομική ανεπάρκεια του κοινού, αλλά σε μια προσπάθεια των τελευταίων χρόνων απομάκρυνσής του από το ουσιαστικό και το ποιοτικό.

Μήπως όμως ο πολιτισμός είναι ακριβός για τους διοργανωτές του; Παρόλα τα συνήθη από αρχαιοτάτων χρόνων στις εμπορικές πιάτσες παράπονα για κεσάτια, ελάχιστοι είναι οι εκδοτικοί οίκοι που έκλεισαν από έλλειψη πελατείας, παρότι βγαίνουν πια περισσότεροι από επτάμισυ χιλιάδες νέοι τίτλοι βιβλίων ετησίως. Κανείς θεατρώνης δεν άλλαξε επάγγελμα, αντίθετα κάθε περίοδο ανεβαίνουν στο ελεύθερο θέατρο νέα έργα , ενώ ολοένα αυξάνονται οι μουσικές σκηνές. Ακριβός ή φτηνός λοιπόν ο πολιτισμός ως επιχείρηση λίγες φορές προκαλεί φαλιμέντο σε έναν συγκροτημένο και νουνεχή ιδιώτη επιχειρηματία.

Αντίθετα, πάντοτε σχεδόν βγαίνει ελλειμματική η πολιτιστική επιχείρηση που έχει αναληφθεί από το κράτος ή από φορέα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αιτίες γνωστές, αρκεί κανείς να θυμίσει την επισήμως ομολογημένη διαπίστωση ότι η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί το χώρο όπου κυρίως ανθεί η διαφθορά, χωρίς να σημαίνει πως πάντα αυτή είναι η αιτία. Είναι κι άλλες. Οι συστηματικές, πχ. τοποθετήσεις ως επικεφαλής καλλιτεχνών, αλλά και ασχέτων από τον πολιτισμό αντί για πολιτιστικούς managers . Η αδιαφορία για την επίτευξη κέρδους –«δεν είναι δικά μας λεφτά, του κράτους είναι»- και για δημιουργία συνθηκών άντλησης οικονομικών πόρων, πχ. από οργανωμένα πωλητήρια μουσείων. Η έλλειψη μέριμνας για δουλειά υποδομής και η αποθέωση της αρπαχτής, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες.

Τι να σου κάνει ένας νόμος περί χορηγιών, ο οποίος όλο ψηφίζεται, μα δεν λέει να εφαρμοστεί; Αλλά και να εφαρμοστεί, αν δεν αλλάξουν δομές, νοοτροπία, πρόσωπα και στοχοθετήσεις, με το νόμο περί χορηγιών, θα οδηγηθούμε σε μιαν επιπλέον αιμορραγία του κρατικού ταμείου, αντί για μετάγγιση ζωής στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Ένα είναι το σίγουρο: ότι το κράτος θα πρέπει να πάψει να αποτελεί το χορηγό του κάθε ηθοποιού, κινηματογραφιστή ή χορευτή, που περνάει μια ζωή (και κότα) ως κρατικοδίαιτος και αν δεν καταφέρνει να συντηρηθεί από την αγορά, όπως κάνουν άλλοι παραγωγοί πνευματικών αγαθών (πχ. βιβλίων), τουλάχιστον ας προσεκλύσει το ενδιαφέρον ιδιωτών πρόθυμων -ο καθένας για το λόγο του- να τον επιχορηγήσουν.