Wednesday, May 2, 2007

Δεν είναι αργία; Είναι απεργία; Παλέυει η εργατιά;

Στη δεκαετία του ΄60 ο Γεώργιος ο Α' Παπανδρέου, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη λήψη εκ μέρους του ως πρωθυπουργού αστυνομικών μέτρων για την καταστολή αντιαμερικανικών διαδηλώσεων της εποχής είχε πει: «Αντιμετωπίζω εξ αρχής ένα δίλλημα. Αν θα πρέπει να σταματήσω τις εκδηλώσεις με αστυνομικά μέτρα ή να τις αφήσω να πάρουν το δρόμο τους, με την προσδοκία ότι η κοινή γνώμη θα κουραστεί τελικά και θα αηδιάσει από τις υπερβολές». (Αλέξης Παπαχελάς, Ο Βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας, Εστία 1997).
Τα λόγια αυτά, που διασώθηκαν σε αναφορά της αμερικανικής πρεσβείας προς το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 5 Μαρτίου 1964, φανερώνουν έναν κυνισμό, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αρχικά συλλαμβάνει κανείς. Κι αυτό επειδή, πέρα από ό,τι η επίσημη εξουσία μετακυλά έτσι τις ευθύνες της για την εύρυθμη λειτουργία της καθημερινής ζωής στις πλάτες των εργαζομένων, δεν φαίνεται να υπολογίζει και πολύ το τεράστιο κόστος από τις ζημίες, τις καταστροφές, τις αναστολές δραστηριοτήτων και την αναστάτωση στη ζωή της κοινωνίας και της οικονομίας όπως και στην ψυχική διάθεση του πολίτη. Με άλλα λόγια την πίεση που επιδιώκουν να προκαλέσουν στην κυβέρνηση οι διαμαρτυρόμενοι προκειμένου να λύσουν κάποιο τους πρόβλημα, η επίσημη εξουσία τα φέρνει έτσι ώστε να την υφίστανται οι διπλανοί τους, που αύριο θα κάνουν τη δική τους πορεία διαμαρτυρόμενοι επίσης για κάποιο δικό τους αίτημα, η πίεση της οποίας θα καταλήξει στις πλάτες εκείνων που διαμαρτύρονται σήμερα. Και, τελικά, το αυτί της κυβέρνησης, δεν ιδρώνει καν όσο κι αν φωνάζουν είτε οι μεν, είτε οι δε, απλώς παραμένει απαθής και περιμένει αυτούς που την εξέλεξαν για να τους προστατεύει «να αηδιάσουν από τις υπερβολές».
Το πιο «ωραίο» απ’ όλα είναι που όλο αυτό το «διαίρει και βασίλευε» το ονομάζουν κάποιοι πολιτική έκφραση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Και το πιο άσχημο πως μια μεγάλη μερίδα του λαού, κάτι τέτοιο το αποδέχεται και το πιστεύει.

Η πρακτική αυτή του «Γέρου της Δημοκρατίας» εφάρμοστηκε από όλους τους επιγόνους κι απογόνους του ίδιου και της παράταξής του. Στο διάστημα της πολυετούς εφαρμογής της χάθηκαν αμέτρητες ώρες εργασίας, ταλαιπωρήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, καταστράφηκαν εκατοντάδες αυτοκίνητα, έπεσαν έξω πάμπολλα καταστήματα, διαλύθηκαν ένα σωρό τζαμαρίες τραπεζών και μαγαζιών. Στο όνομα κάποιων ιδεολογικών νεφελωμάτων περί δικαιωμάτων των εργαζομένων, φαλκιδεύτηκε μια θεμελιώδης αρχή της Δημοκρατίας, το να έχει το δικαίωμα ο καθένας μας να βλέπει το δικαίωμα του άλλου να σταματά εκεί που αρχίζει το δικό του. Αντιθέτως ο έλληνας πολίτης σύρθηκε σε ένα χορό εναλλαγής ρόλων. Πότε έπαιζε το ρόλο του θύματος και πότε του θύτη. Πότε έκανε τις πορείες του σε βάρος των άλλων, πότε υφίστατο το βάρος της πορείας άλλων.
Κι όπως ήταν φυσικό αποτέλεσμα υπέρ των εργαζομένων δεν υπήρχε. Οι κυβερνήσεις αυτές κατάφερναν κανένα από τα προβλήματα να μην λύνεται -με εξαίρεση ίσως ότι κάποιοι συνδικαλιστές που ηγούνταν αυτών των διαμαρτυριών να λύνουν το πρόβλημα της ζωής τους- κανένα από τα αιτήματα να μην ικανοποιείται και να περνάνε νόμοι που καμμιά «συντηρητική» κυβέρνηση δεν πέρασε. Πιο πολύ όμως να χαθεί σιγά-σιγά ένα μεγάλο ποσοστό της πιο αυθεντικής μορφής αυτοσεβασμού, του αυτοσεβασμού εξ αντανακλάσεως, που είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας και της περιουσίας του διπλανού.

΄Ετσι σήμερα, όλη αυτή η κακοδαιμονία έχει γίνει πρακτική. Και κάθε προσπάθεια προστασίας του δικαιώματός μας να ζούμε, να κινούμαστε και να δουλεύουμε ελεύθεροι, παράλληλα εκείνου να διαμαρτυρόμαστε και να αγωνιζόμαστε για ό,τι πιστεύουμε πως μας οφείλεται, θεωρείται αντιδημοκρατική κι αυταρχική. Κι αυτή η νοοτροπία αποτελεί πανευρωπαική αποκλειστικότητα, χωρίς, φυσικά, να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η χώρα μας είναι η πιο δημοκρατική χώρα της Ευρώπης.

Η αναφορά σε ένα τέτοιο θέμα δεν θα είχε θέση σε αυτήν τη στήλη αν δεν επρόκειτο για θέμα Πολιτισμού. Επειδή η Εκπαίδευση, η Παιδεία, η Τέχνη, τα Γράμματα δεν έχουν καμμία αξία για μια κοινωνία αν δεν κατευθύνονται προς την όξυνση της κριτικής ικανότητας των μελών της. Αν δεν τα κάνουν ικανά να επιλέγουν το ωραίο από το άσχημο, το σωστό από το λάθος, το ποιοτικό από το ευτελές, το μεγαλειώδες από το ασήμαντο, το διαχρονικό από το επικαιρικό. Δηλαδή αν δεν τα κάνουν να επιλέγουν ό,τι προάγει το άτομο και, κατά συνέπεια, την κοινωνία.
Εντούτοις τα τελευταία χρόνια οι έλληνες έχουν ξεμάθει να επιλέγουν μόνοι τους τα υλικά από τα οποία παρασκευάζουν την πνευματική και την κοινωνική τροφή τους. Συντηρούνται από πνευματικές και κοινωνικές κονσέρβες, τις οποίες διαλέγουν άλλοι για λογαριασμό τους πριν από αυτούς για αυτούς. Αυτό είναι «in», άρα ακολούθησέ το και δεν χρειάζεται καν να γνωρίσεις τις υπόλοιπες εκδοχές. Το «life style» έχει ξεχωρίσει τι είναι «must» για κάθε περίπτωση και αυτό πρέπει να ακολουθεί ο καθένας μας, αλλιώς «είναι για τα μπάζα». Όταν καταλάβουν το λάθος της «trendy» αυτής επιλογής είναι πολύ αργά. Η ηλικία των επιλογών έχει περάσει και μαζί της η διάθεση για αυτές. Άλλη μια γενιά έχει πάει στο περιθώριο χωρίς να μάθει να κρίνει και να κριτικάρει. Χωρίς, με άλλα λόγια, την ικανότητα του «εκλέγειν».
Το ίδιο κονσερβοποιημένο έχει δοθεί σε μεγάλη μερίδα των ελλήνων πολιτών το τι πρέπει να θεωρεί «προοδευτικό» και τι «συντηρητικό». Απολιθωμένες απόψεις που επικρατούσαν πριν σαράντα χρόνια έρχονται να χαρακτηρίσουν την σημερινή πραγματικότητα, παραβλέποντας τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές εξελίξεις αυτού του χρονικού διαστήματος, στο οποίο συνέπεσε η ταχύτητα των μεταβολών να είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Έτσι η παθητικότητα και η σχηματοποιημένη «διαμαρτυρία» με μια απεργία πχ. ή με μια πορεία στο Σύνταγμα, έρχεται να υποκαταστήσει, ατελώς φυσικά, τη δίαθεση για αμφισβήτηση την οποία ο δημοκρατικός πολίτης πρέπει να έχει στην καθημερινή ζωή του. Κι αυτό είναι το χειρότερο πρόσωπο του αυταρχισμού και του συντηρητισμού.
Μόνο που όσοι έχουν λόγους να συντηρούν αυτό το κοινωνικό κλίμα αγνοούν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Που «κουράζεται κι αηδιάζει» επίσης κι από τη υποκρισία και τη δολιότητα κάποιων ταγών της.

Wednesday, April 25, 2007

Περί ευθύνης υπουργών και πολιτών





Δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του τον κάλεσε η Εφορία να πληρώσει μια οφειλή του μακαρίτη ύψους € 250. Στα χρόνια που μεσολάβησαν κατέβαλε αρκετά ως φόρο κληρονομίας και στη συνέχεια, επειδή πια δεν έμενε στο νησί, μετέφερε τη φορολογική του μερίδα στην Αθήνα.
Η Εφορία έκανε εκκαθάριση οφειλών, χωρίς ουδεμία μνεία στο πατρικό χρέος. Παρά ταύτα τώρα πρέπει να πληρώσει και τόκους, περίπου δηλαδή το ποσό τριπλάσιο. Και θεωρήθηκε πολύ μεγάλη καλωσύνη του Δημοσίου που δέχθηκε να κάνει μια μείωση των τόκων κατά 40%.

Ωραία, δεν έχει αμφιβολία ότι τα χρέη προς το Δημόσιο πρέπει να πληρώνονται , έστω κι αν είναι προπατορικά, έστω κι αν έχουν προσαυξηθεί ένεκα της αμέλειας των εφοριακών λειτουργών. Διαφορετικά ''πού να τα βρίσκει και το Κράτος'';

΄Ομως έχει ακούσει ότι δεν πάει πολύς καιρός που Κυβέρνηση και Βουλή βρίσκονταν σε έναν Μαραθώνιο για να προλάβουν τις παραγραφές των ευθυνών του άλφα και του δείνα Υπουργού για οικονομικής φύσεως αποφάσεις τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Κι έχει κι ο ίδιος αγχωθεί μπας και περάσει η τάδε θητεία της Βουλής, και δεν μπορέσει η Δικαιοσύνη να προχωρήσει τις έρευνές της για κάποια δισεκατομμύρια που έφυγαν από εδώ κι από εκεί με υπουργικές αποφάσεις, για τα οποία η Δικαιοσύνη έχει εκφράσει υποψίες δόλου ή και αμέλειας από τον Υπουργό που τις υπέγραψε. Άλλες καταγγελίες για παραλείψεις, λόγω ασχετοσύνης , ας πούμε, κρατικών λειτουργών πάνε κι έρχονται και κάποια στιγμή χάνονται.
Ξέρει επίσης ότι ανήκει στον κυρίαρχο λαό, και ότι η ζωή του διέπεται από ένα Σύνταγμα, που σε κάθε σχεδόν άρθρο του, δεν φείδεται να παραθέτει λέξεις παράγωγες του ουσιαστικού «ίσος», όπως ισότητα, ισοπολιτεία, ισονομία κλπ.
Κι έχει όλη την καλή διάθεση να καυχιέται για το Δημοκρατικό του Πολίτευμα, ιδίως που, ως Έλλην, έχει γονίδια που προέρχονται από εκείνους που το εμπνεύστηκαν.

Έλα όμως που ένα Ειδοποιητήριο της Εφορίας, που αφορά μόνο αυτόν και τους ομοίους του και ένας Νόμος περί Παραγραφών, που αφορά μόνο τους Υπουργούς, έρχεται να τον κλονίσει!
Τι να κάνει; Αν δεν πληρώσει την Εφορία αύριο δεν θα του δίνουν «φορολογική ενημερότητα» να κάνει μια δουλειά του.

Άρα πληρώνει την πατρική οφειλή, ξαναψηφίζει τους Βουλευτές της προηγούμενης Βουλής, αφού πάλι αυτοί και μόνο θέλουν να ξαναγίνουν Υπουργοί και υιοθετεί την λύση της αυτοάμυνας, προσπαθώντας να κρύψει ό,τι μπορεί από τη προσεχή φορολογική του δήλωση.
(Η ιστορία του πιο πάνω πολίτη είναι πραγματική, όπως και οι ιστορίες των υπουργών της χώρας μας, άλλωστε)

Saturday, April 14, 2007

Προτομές, μνημεία και κομματικό όφελος







Η Χρονογραφία και η Μαρτυρία, σημαντικές κι απαραίτητες ιστορικές πηγές, χρειάζονται πενήντα χρόνια τουλάχιστον για να μετατραπούν σε Ιστορία, απαλλαγμένες από συναισθηματισμούς, πάθη ή υποκειμενισμούς των καταγραφέων τους. Τα μεγάλα Αρχεία δημοσιοποιούν τα έγγραφά τους μόνο αφού περάσουν πενήντα χρόνια από την δημιουργία τους, για να μην αναμοχλεύουν μίση και πάθη.

Αυτές οι διεθνώς παραδεκτές Αρχές έχουν στην πράξη καταργηθεί από τους παντοδύναμους, ελέω «Καποδίστρια» άρχοντες της ελληνικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χάριν του κομματικού όφελους, του αντίθετου από το περιβόητο τα τελευταία χρόνια συγχωροχάρτι, που αποκαλείται «πολιτικό κόστος», το οποίο στην ουσία είναι κομματικό κόστος.
Κάθε Δήμος μπορεί κι αποφασίζει να μετονομάζει δρόμους και πλατείες, νοσοκομεία και στάδια ή να στήνει προτομές κι ανδριάντες, σε ανθρώπους που πέθαναν μόλις χθες.
Αποκορύφωμα την περίπτωση Κεντέρη, που μια εποχή σχεδόν ό,τι υπήρχε στη Λέσβο πήρε το όνομά του, παρότι ο ίδιος ήταν-δεν ήταν εικοσιπέντε ετών και η καριέρα του μόλις στο ξεκίνημά της.

Στη Δημοκρατία είναι απόλυτα αντιδημοκρατικό να υποχρεώνεις έναν πολίτη να ζει ή να περνά από έναν δρόμο που φέρει το όνομα κάποιου για του οποίου τον βίο και την πολιτεία έχει αντιρρήσεις, τη στιγμή που η Ιστορία δεν έχει καταλήξει για αυτόν, επειδή είναι ακόμη νωρίς.
Και τι γίνεται αν τα οι μετέπειτα εξελίξεις έλθουν ενάντιες στη συγκριμένη ονοματοδοσία;
Δεκαετίες τώρα προσπαθούν οι Αθηναίοι να μην αποκαλούν την πλατεία μπροστά από το Δημαρχείο τους, ως Πλατεία Κοτζιά, του συνεργάτη δηλαδή των Γερμανών.
Πόσο τιμητικό για τη μνήμη του τιμωμένου είναι το να αγανακτούν καθημερινά οι ασθενείς κεντρικού νοσοκομείου που φέρει τα τελευταία χρόνια το όνομα του Υπουργού που, από καλή πρόθεση, νομοθέτησε το δικό του Ε.Σ.Υ, όταν πια το ευαγές αυτό ίδρυμα αποτελεί την τρανότερη απόδειξη της αποτυχίας ή της κακής εφαρμογής, όσων οι νόμοι του επέβαλαν;
Πώς να εξηγηθεί το ότι υπάρχουν προτομές στο κέντρο της Αθήνας για ηθοποιούς που έγιναν δημοφιλείς μέσω τσαχπινιάς ή πολιτικής, ενώ μεγάλες τραγωδοί , κάποια από αυτές τιμημένη και με Όσκαρ, έχουν εντελώς ξεχαστεί;
Κι είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει προτομή του, επίσης τιμημένου με Όσκαρ, Μάνου Χατζιδάκι, παρότι οι δύο «προτομούχες» έκαναν καριέρα με τα τραγούδια του, η μια μάλιστα διεθνή!
Ούτε του Σολωμού, εκτός μιας άθλιας και παραπεταμένης στον Εθνικό Κήπο, ούτε των δύο Νόμπελ!
Στη φωτογραφία το Μαυσωλείο Δ. Σολωμού και Ανδρέα Κάλβου, στη Ζάκυνθο, με τα οστά των δύο ποιητών.

Monday, April 9, 2007

Το βιβλίο, οι στήλες, η κριτική και οι κριτικοί



Πόσοι ψωνίζουν τα βιβλία τους βασιζόμενοι στους πίνακες των «best sellers» ή των, κατά νεολογισμό «ευπώλητων», που δημοσιεύονται στον τύπο;

Προφανώς όχι οι άνθρωποι του βιβλίου, οι συστηματικοί αναγνώστες, αφού εκείνοι, με ειδικές προτιμήσεις και κατασταλαγμένα γούστα, ποτέ δεν θα αγοράσουν ένα βιβλίο μόνο επειδή παρουσιάστηκε ως «ευπώλητο». Συνηθίζουν να πηγαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο βιβλιοπωλείο και να ενημερώνονται εκεί. Γνωρίζουν καλά πως το «ευπώλητο», όχι μόνο «ευπώλητο» δεν είναι πάντα, αλλά ούτε απαραίτητα όντως καλό βιβλίο.

Οι άνθρωποι του βιβλίου, υποψιασμένοι για τα τεκταινόμενα στο χώρο του, σπάνια ακολουθούν αυτές τις στήλες. Εν τούτοις θεωρούν ότι η εικόνα είναι πιο εναργής όταν η εφημερίδα δημοσιεύει ότι «σε συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο, δεδομένης περιοχής, την περασμένη εβδομάδα, τα εξής δέκα πρώτα βιβλία ‘έδωσαν’ τα ακόλουθα αντίτυπα». Όταν δεν έχουν μπροστά τους μόνο τα ποσοτικά, αλλά και τα ποιοτικά δεδομένα.
Λιγότερο στέκονται οι μόνιμοι αναγνώστες στις εφημερίδες που παραθέτουν αποκάτω 15-20 βιβλιοπωλεία, άσχετα μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και το είδος του κοινού τους, διαφόρων περιοχών, από τα στοιχεία των οποίων αναφέρεται ότι καταρτίστηκε η στήλη. Χωρίς να φαίνεται τι ακριβώς στοιχεία έδωσαν. Έβγαλε ο δημοσιογράφος ένα μέσον όρο κι έκανε μια κατάταξη! Έτσι ο «Ελευθερουδάκης» δίνει ως πρώτο ένα βιβλίο, επειδή έχει πουλήσει στα είκοσι περίπου βιβλιοπωλεία του πχ. εβδομήντα αντίτυπα και βιβλιοπωλείο μικρής πόλης έρχεται να αλλάξει το αποτέλεσμα, επειδή σε εκείνο πουλήθηκαν δύο αντίτυπα από κάποιο άλλο βιβλίο, συνεπώς έχει εκείνο ως πρώτο σε πωλήσεις.
Κι αυτό επειδή στο τέλος το «πρώτο» βγαίνει ανάλογα με το ποιο δίνουν οι περισσότεροι για πρώτο.

Ούτε όμως και οι άνθρωποι που δεν ανοίγουν βιβλίο, (το 80% των συμπατριωτών μας δηλαδή, ανεξάρτητα αν διαθέτουν «αγύριστη» άποψη και ψήφο) δεν επηρρεάζονται από αυτές τις στήλες। Θα διαβάσουν όλην την εφημερίδα, εκτός από τη στήλη του βιβλίου. Και θα αγοράσουν το βιβλίο που θα γίνει «ευπώλητο», όχι με τη βοήθεια των στηλών των εντύπων, αλλά επειδή όλοι θα μιλούν για αυτό, που θα έχει γίνει «του συρμού».
Παρά ταύτα οι εκδότες προσπαθούν να περιποιούνται με δώρα, προσκλήσεις κλπ। τους αρμόδιους για τις στήλες του βιβλίου δημοσιογράφους, τους πολλούς υπευθύνους βιβλιοπαρουσιάσεων και τους ελάχιστους κριτικούς। Σε κάποιους δε από αυτούς προτείνουν να αναλάβουν τις δημόσιες σχέσεις των εκδοτικών τους οίκων, παράλληλα, εννοείται με την δημοσιογραφική βιβλιογραφική τους στήλη ή να τους εκδόσουν δικά τους βιβλία। Μερικοί δέχονται κι από εκεί και πέρα είναι να δει κανείς πόσο είναι κομψό κάτι τέτοιο, πριν εξετάσει η ΕΣΗΕΑ κατά πόσο αρμόζει στην δημοσιογραφική δεοντολογία, πράγμα που δεν έχει κάνει ποτέ। Γιατί είναι εμφανές πως όταν είναι ο δημοσιογράφος μισθωτός του εκδότη ή ο εκδότης τυγχάνει να είναι κι "ο εκδότης του" θα δυσκολευτεί αρκετά να αρνηθεί την παρουσίαση βιβλίου του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου, πόσο μάλλον να γράψει αρνητική κριτική για ένα κακό βιβλίο αυτού του εκδοτικού οίκου। Όταν λέμε "δημόσιες σχέσεις" εδώ κυρίως εννοούμε πως ο δημοσιογράφος θα τηλεφωνήσει στους συναδέλφους του στα άλλα έντυπα και θα τους ζητήσει ευνοική παρουσίαση του βιβλίου, γνωστοποιώντας τους ότι ως δεύτερη δουλειά έχει τις δημόσιες σχέσεις του οίκου। Πολλές φορές το πράγμα πάει ακόμη μακρύτερα। ΄Εχει συμβεί δημοσιογράφοι υπεύθυνοι για το βιβλίο να εκδίδουν βιβλίο τους δαπάναις του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, οπότε άντε μετά να γράψουν κακό λόγο για την πολιτική του βιβλίου στην Ελλάδα!
Θυμάμαι το παράδειγμα του Θόδωρου Χατζηπανταζή, σπουδαίου θεατρολόγου, καθηγητή πανεπιστημίου σήμερα, ο οποίος, όταν εργαζόταν ως θεατρικός κριτικός στην "Ελευθεροτυπία" με το όνομα Θόδωρος Κριτικός, αρνιόταν να χρησιμοποιήσει τις προσκλήσεις που του έστελναν οι θίασοι που θα έκρινε και καθόταν στην ουρά κι έκοβε κανονικό εισιτήριο, το οποίο, φυσικά, πλήρωνε από την τσέπη του। Ούτε καν δήλωνε στο ταμείο ποιος είναι προκειμένου να εξασφαλίσει καλή θέση!
Ανεξάρτητα λοιπόν από το πόσοι είναι αυτοί οι δημοσιογράφοι που περιγράφτηκαν πιο πάνω, με τη στάση τους θίγουν όλον τον κλάδο, ο οποίος συνάδελφοι ή μη, όφειλε να μην ανέχεται αυτήν τους τη συμπεριφορά। Επειδή σωστό είναι να κινητοποιείται η ΕΣΗΕΑ ως ο συνδικαλιστικός φορέας των δημοσιογράφων κάθε φορά που απολύεται κάποιος, αλλά με δεδομένο ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα, επίσης σωστό είναι να κάνει το ίδιο κι όταν κάποιο μέλος της δεν το κατανοεί επαρκώς.

Πάντως, γεγονός είναι πως το αναγνωστικό κοινό είναι εκείνο που αναδεικνύει τα βιβλία σε «ευπώλητα», ανεξάρτητα από καθοδηγήσεις। Σε δύο περιπτώσεις: όταν είναι όντως καλά κι όταν τα έχει ανάγκη.

Tuesday, April 3, 2007

Ζεί ακόμα ο Διονύσιος Σολωμός;


Την 21η Φεβρουαρίου 1857, εκατόν πενήντα χρόνια από σήμερα, ο Εθνικός Ποιητής Διονύσιος Σολωμός άφηνε την τελευταία του πνοή στην Κέρκυρα, στο σπίτι που στεγάζει σήμερα την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών και το Μουσείο Σολωμού. Η πολύ δυστυχισμένη προσωπική ζωή του, τα έφερε έτσι ώστε να φτάσει σε χρόνια δικαστική διαμάχη με την ίδια τη μητέρα του, αιτία που τον είχε απομακρύνει επί μακρόν από την Ζάκυνθο, όπου είδε το φως τo 1798.

Κάθε χρονιά που συμπληρώνεται μια στρογγυλή επέτειος από τις δύο αυτές χρονολογίες που σηματοδοτούν τη ζωή του Εθνικού Ποιητή, εορτάζεται ως Έτος Σολωμού. Τελευταία φορά, κηρύχθηκε το 1998.
Αλλού όταν αφιερώνουν ένα έτος σε κάποια προσωπικότητα, όχι μόνο οργανώνουν πληθώρα εκδηλώσεων με διττό χαρακτήρα, τιμητικό και πληροφοριακό, αλλά και αξιοποιούν αυτήν την ευκαιρία για να προχωρήσουν περισσότερο την έρευνα στην ψυχή και στο έργο εκείνου που τιμούν, ιδίως δε να εκτιμήσουν τις διαστάσεις που διαμορφώνουν οι υποθήκες αυτού του έργου στη σύγχρονη εποχή.
Εδώ περιοριζόμαστε σε κάποιο συνέδριο, το οποίο μερικοί επιστήμονες με αυταπάρνηση διοργανώνουν και σε έναν αυτοσχέδιο τόμο πρακτικών, που εκδίδονται μερικά χρόνια μετά, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί η σχετική χρηματοδότηση.
Παρότι τα συνέδρια αυτά είναι πολύ χρήσιμα, πολύ λίγο βοηθούν ώστε το πνεύμα του έργου του τιμώμενου να περάσει έξω από τα στεγανά των ειδικών και να πλησιάσει τον κόσμο, πολύ δε περισσότερο να συντελέσει στη διαμόρφωση της επίκαιρης πραγματικότητας.
Έτσι σήμερα, αν κι αναγνωρίζεται ο Διονύσιος Σολωμός αμέσως ως ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν να κάνουν κάποια αναφορά στην προσωπικότητα ή το έργο του, πέρα από το ότι αποτελεί τον ποιητή του «Εθνικού Ύμνου» μας.

Κι όμως το παρελθόν, κατοικεί ταυτόχρονα, στο συλλογικό μας παρόν και μέλλον. Ιδίως για περιπτώσεις πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, που είναι ένας έξω από τα κοινά μέτρα ποιητής.
Όχι μόνο υπήρξε καινοτόμος σε μορφή, περιεχόμενο και φιλοσοφία έργου, αλλά και ιδιαιτέρως διαχρονικός. Κάθε εποχή αντί να διαγράψει τις διαστάσεις αυτού του έργου, τις ανανεώνει και τις φωτίζει από πλευρά διαφορετική, ανάλογα με τα αιτήματα και τα δεδομένα της.

Ο φετινός εορτασμός θα μπορούσε να περιστραφεί γύρω από το ογδοηκοστό δεύτερο τετράστιχο του Ύμνου: «Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία, - που ό,τι θέλεις ημπορείς, - εις τον κάμπο, Ελευθερία, - ματωμένη περπατείς».

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η «Ελευθερία» στις αρχές του 21ου αιώνα και με την Ανθρωπότητα στο απόγειο της τεχνολογίας, «ματωμένη» περπατεί σε κάθε σχεδόν γειτονιά του Κόσμου, αναζητώντας σε διακηρύξεις διεθνών οργανισμών και σε μεγάλα λόγια ηγετών την ηθική δικαίωσή της, που δεν είναι άλλη από την ηθική αυτοδικαίωση του Ανθρώπου.
Όσο δε για την Ελλάδα, η Ελευθερία αναζητά για μια ακόμα φορά το νόημά της μέσα στη Γλώσσα, δηλαδή, μέσα στην κιβωτό της Παιδείας, στη γλώσσα που, κατά το Σολωμό, δεν μπορεί αλλιώς να γράφεται κι αλλιώς να μιλιέται.
Το έλλειμμα όμως στην Παιδεία μας, τη σχολική και την κοινωνική, το οποίο προέκυψε τα τελευταία χρόνια, τοποθετεί ανάμεσα στον προφορικό και το γραπτό λόγο στεγανά. Αλλιώς γράφουν πάλι οι σοφολογιότατοι κι αλλιώς μιλούν οι νέοι. Πράγμα που για το Σολωμό σηματοδοτεί μεγάλο κίνδυνο για την Ελευθερία.
.
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» έγραψε.
Κι είναι ευκαιρία το 2007 να αναρωτηθούμε κι εμείς τι άλλο συμβαίνει να έχουμε στο νου, εκτός από αυτές τις δύο θεμελιώδεις αξίες κι έχουν γίνει όλα όπως έχουν γίνει. Σήμερα, που υπάρχει τόση ασάφεια όσον αφορά στην πραγματική ουσία και την αληθινή σημασία των εννοιών τους.